χρυσοκέφαλος: Difference between revisions

47c
(6_18)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κεφαλήν, ἐπίθ. ἰσχύος τινός, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Τραγῳδοῖς ἢ «Ἀπελευθέροις 2. ΙΙ. ὁ φορῶν χρυσοῦν [[στέμμα]], Βυζ.
|lstext='''χρῡσοκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κεφαλήν, ἐπίθ. ἰσχύος τινός, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Τραγῳδοῖς ἢ «Ἀπελευθέροις 2. ΙΙ. ὁ φορῶν χρυσοῦν [[στέμμα]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φορεί χρυσό [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χρυσοκέφαλος]]<br /><b>εκκλ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) [[χαρτοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ταυρο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}