3,274,498
edits
(6_14) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χύνω''': μεταγενέστερος [[τύπος]] καὶ [[ἀδόκιμος]] ἀντὶ χέω, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726· πρβλ. [[συγχύνω]]. | |lstext='''χύνω''': μεταγενέστερος [[τύπος]] καὶ [[ἀδόκιμος]] ἀντὶ χέω, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726· πρβλ. [[συγχύνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χύννω]] ΜΑ<br />(σχετικά με [[υγρό]]) [[αφήνω]] να ρεύσει, να πέσει [[προς]] τα έξω ή [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με υλικά) [[αφήνω]] να πέσει, [[σκορπίζω]] («έχυσες το [[στάρι]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με μέταλλα) [[ρευστοποιώ]], [[λειώνω]], [[χυτεύω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με διάφορα αντικείμενα) [[κατασκευάζω]] με λειωμένο υλικό χρησιμοποιώντας [[μήτρα]] (α. «χύνει κεριά» β. «[[χύνω]] γυαλικά»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με εξανθήματα διαφόρων νόσων) [[εμφανίζω]], [[βγάζω]] («έχυσε την [[ιλαρά]]»)<br /><b>5.</b> [[εκσπερματίζω]] [[κατά]] τον οργασμό<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>χύνομαι</i><br />α) (για ποταμό) [[εκβάλλω]] («ο Αξιός χύνεται στον Θερμαϊκό»)<br />β) κινούμαι ορμητικά, [[ορμώ]], [[χυμώ]] (α. «χύθηκε [[εναντίον]] του» β. «χύθηκε στην [[αγκαλιά]] της»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χύνω]] [[λάδι]] στη [[φωτιά]]»<br />(σχετικά με [[διαμάχη]]) [[παροξύνω]], [[επιτείνω]]<br />β) «χύνει [[φαρμάκι]] η [[γλώσσα]] του»<br /><b>μτφ.</b> [[είναι]] [[φαρμακόγλωσσος]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «χύθηκε το [[λάδι]] μας [[μέσα]] στο [[τηγάνι]] μας» — η [[ζημιά]] ήταν πολύ μικρή<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χύνω]] δάκρυα» — [[κλαίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του ρ. <i>χέω</i>, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ., ο [[οποίος]] απαντά στην Αρχαία μόνο σε [[σύνθετα]] ρ. Στη Νέα Ελληνική ο τ. [[χύνω]] έχει επικρατήσει [[αντί]] του <i>χέω</i> και έχει προέλθει από τον παθ. αόρ. <i>ἐχύθην</i> του <i>χέω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐπλύθην</i>: [[πλύνω]]. | |||
}} | }} |