ἄκλειστος: Difference between revisions

2
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄκλῃστος]].
|dgtxt=v. [[ἄκλῃστος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλειστος]], -ον και ἄκληστος)<br />αυτός που δεν [[είναι]] κλεισμένος, δεν [[είναι]] στερεωμένος<br />«άφησε την πόρτα άκλειστη»<br />«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυμπλήρωτος]]<br />«έχει τα [[δέκα]] [[οχτώ]] άκλειστα»<br /><b>2.</b> ([[λογαριασμός]]) για τον οποίο δεν έχει γίνει [[εκκαθάριση]]<br /><b>3.</b> (εμπορική [[πράξη]]) που δεν έχει [[επίσημα]] συμφωνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλειστὸς</i> (ή <i>κλῃστὸς</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] ([[κλῄω]])].
}}
}}