aptly
English > Greek (Woodhouse)
adverb
suitably: P. and V. πρεπόντως, συμμέτρως, P. προσηκόντως.
aptly named after: V. εὐλόγως ἐπώνυμος (gen.) (Aesch., Supplices 252).
suitably: P. and V. πρεπόντως, συμμέτρως, P. προσηκόντως.
aptly named after: V. εὐλόγως ἐπώνυμος (gen.) (Aesch., Supplices 252).