consistent with
English > Greek (Woodhouse Extra)
σύμφωνος, συνῳδός, ἀκόλουθος, προσῳδός, ὁμολογούμενος
⇢ Look up "consistent with" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
σύμφωνος, συνῳδός, ἀκόλουθος, προσῳδός, ὁμολογούμενος