go through
English > Greek (Woodhouse Extra)
διαπερᾶν, διέρχεσθαι, διέρπειν, διαστείχειν, διαπορεύεσθαι
⇢ Look up "go through" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
διαπερᾶν, διέρχεσθαι, διέρπειν, διαστείχειν, διαπορεύεσθαι