inspiration
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. ἐπίπνοια, ἡ, θεία ὁρμή, ἡ, ἐνθουσιασμός, ὁ, V. τὸ βακχεύσιμον, τοὐκ θεοῦ παρόν (Sophocles, Oedipus Coloneus 1540).
P. ἐπίπνοια, ἡ, θεία ὁρμή, ἡ, ἐνθουσιασμός, ὁ, V. τὸ βακχεύσιμον, τοὐκ θεοῦ παρόν (Sophocles, Oedipus Coloneus 1540).