solitud
Spanish > Greek
ἀπροϊσία, ἐρημία, ἐρημοσύνη, ἰδιασμός, καταχωρισμός, μονασμός, μονία, μονίη, μονουχία, χητοσύνη, τὸ ἄκοινον, τὸ ἀπερίστατον
ἀπροϊσία, ἐρημία, ἐρημοσύνη, ἰδιασμός, καταχωρισμός, μονασμός, μονία, μονίη, μονουχία, χητοσύνη, τὸ ἄκοινον, τὸ ἀπερίστατον