ἀκατόπτευτος

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A not in aspect with, Paul.Al.O.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 inadvertido μὴ νόμιζε ... τὸ σφάλμα ἀκατόπτευτον Rom.Mel.43.ιβʹ.3.2.
2 astrol. que no está en aspecto del planeta Venus, Paul.Al.70.4, de Saturno, Marte y el Sol, Paul.Al.73.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατόπτευτος, -ον) κατοπτεύω
αυτός που δεν έχει κατοπτευθεί ή δεν μπορεί να κατοπτευθεί, να παρατηρηθεί με προσοχή
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν έχουν δει μαζί με άλλον.