αναλώσιμος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναλώσιμος, -ον) [ἀναλῶ Ι]
νεοελλ.
αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί
μσν.
αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει.
-η, -ο (Μ ἀναλώσιμος, -ον) [ἀναλῶ Ι]
νεοελλ.
αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί
μσν.
αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει.