ἀκαταπάτητος

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, v. l. for ἀκατάποτος (q. v.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) καταπατῶ
εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί
«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».