ἄσκαλος

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A = ἀσκάλευτος, Theoc.10.14:—also ἄσκαλτος, ον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 370] = folgdm, Theocr. 10, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non foui, non creusé.
Étymologie: ἀ, σκάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
agr. no escardado τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.ad loc., ἄσκαλα· ἀκάθαρτα Hsch.
fig. prob. de la juventud no trabajado ἄ. αἰών Orác. en IEphesos 1252.7 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἄσκαλος και ἄσκαλτος, -ον (Α)
ο ασκάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»].