ασυνήθιστος
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει συνηθίσει σε κάτι, ο αμάθητος
2. σπάνιος
3. ιδιόρρυθμος.