ἀσπιστικός

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A composed of warriors, φάλαγξ D.H.20.3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
formado por guerreros armados con escudo φάλαγξ D.H.20.3.

Greek Monolingual

ἀσπιστικός, -ή, -όν (Α) ασπιστής
αυτός που αποτελείται από ασπιδοφόρους στρατιώτες.