δαιμονοπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον δαίμονος· μτγν.

Greek Monolingual

δαιμονοπρόσωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πρόσωπο σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.