δαιμονοπρόσωπος
From LSJ
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον δαίμονος· μτγν.
Greek Monolingual
δαιμονοπρόσωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πρόσωπο σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.