δακτυλοδειξία
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
indicación ἀναπεπεισμένοι ... ταῖς Ἰωάννου δακτυλοδειξίαις Cyr.Al.M.73.320D.
Greek Monolingual
δακτυλοδειξία, η (Α)
το να δείχνει κανείς κάποιον ή κάτι με το δάχτυλο.