δυσπεπτικός
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic. que se digiere con dificultad, indigesto τροφαί Aët.16.45.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που πάσχει από δυσπεψία.