ἐγκέραστος

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A mixed, blended, Plu.2.660c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
subst. τὸ ἐ. moderación, amabilidad ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.

Greek Monolingual

ἐγκέραστος, -ον (Α)
ανακατωμένος.