ἐλαχιστιαῖος
English (LSJ)
α, ον,
A minute, infinitesimal, μέγεθος Diog.Oen.2.
Spanish (DGE)
-α, -ον
diminuto, mínimo μέγεθος Diog.Oen.3.6.12, cf. 39.5.12.
Greek Monolingual
ἐλαχιστιαῑος, -α, -ον (Α)
απειροελάχιστος.
α, ον,
A minute, infinitesimal, μέγεθος Diog.Oen.2.
-α, -ον
diminuto, mínimo μέγεθος Diog.Oen.3.6.12, cf. 39.5.12.
ἐλαχιστιαῑος, -α, -ον (Α)
απειροελάχιστος.