ελικόπτερο
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
το
είδος αεροσκάφους που κινείται με έλικες προσαρμοσμένους σε κατακόρυφο άξονα.