ψαμμοειδής
English (LSJ)
ές,
A like sand, sandy, Hp.Nat.Hom.14.
German (Pape)
[Seite 1391] ές, sandartig, sandähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψαμμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἄμμον, ἀμμώδης, Ἱππ. 230. 49.
ές,
A like sand, sandy, Hp.Nat.Hom.14.
[Seite 1391] ές, sandartig, sandähnlich, Sp.
ψαμμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἄμμον, ἀμμώδης, Ἱππ. 230. 49.