αδελφοποιός
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
ἀδελφοποιός, -όν (Α)
αυτός που υιοθετεί κάποιον ως αδελφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + ποιῶ].