ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
-η, -ο (Α ἀδιάκοπος, -ον) διακόπτωακατάπαυστος, αδιάλειπτος, διαρκής, συνεχής.