εύβρωτος
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
εὔβρωτος, -ον (Α)
ο καλός για φάγωμα («εὔβρωτος πρὸς ξηροφαγίαν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρωτός (< βιβρώσκω)].