τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
ἐριηχής, -έςαυτός που ηχεί δυνατά, ο ερίγδουπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -ηχής (< ήχος)].