αδενώδης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
-ες (Α ἀδενώδης) ἀδήν
αυτός που μοιάζει με αδένα
νεοελλ.
1. αυτός που έχει αδένες
2. στη Βοτανική, αδενώδη χαρακτηρίζονται τα φύλλα που έχουν κάτω από την επιδερμίδα τους αδενώδη κύτταρα (αδενώδη φύλλα).