αερομιχλώδης

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ες (Α ἀερομιχλώδης, -ες)
λέγεται για τον άνεμο που συνοδεύεται από ομίχλη. Στον Πτολεμαίο βρίσκουμε «αερομιχλώδης νότος», νοτιάς που συνοδεύεται με ομίχλη.