ημιτέλειος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
ἡμιτέλειος, -α, -ον (Α)
ημιτελής, μισοτελειωμένος.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἡμιτέλειος, -α, -ον (Α)
ημιτελής, μισοτελειωμένος.