ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
ἥδυμος, δωρ. τ. ἅδυμος, -ον (Α) ηδύς
(ποιητ. τ. του ηδύς) (συν. επίθ. του ύπνου) γλυκός, ευχάριστος (α. «ἥδυμος ὕπνος» β. «ἥδυμος οἶνος»).