ἴορκος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, ein hirschartiges Thier, vgl. δόρξ, δορκάς, Opp. Cyn. 3, 3, δόρκους ὄρυγάς τε καὶ αἰγλήεντας ἰόρκους, vgl. 2, 296.

Greek (Liddell-Scott)

ἴορκος: ὁ, ἴδε δορκάς.

Greek Monolingual

ἴορκος, ὁ (Α)
η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από τη Γαλατική (βλ. και λ. δορκάς)].