ικετευτικός

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.