ίξαλος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

-ο (Α ἴξαλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος
γένος σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες
αρχ.
(επίθ. τών άγριων κατσικιών)
1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρόςτόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.)
2. ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ιξαλή].