καινόκουφον

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

τό,

   A new cask, POxy.1911.181 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καινόκουφον, τὸ (Α)
πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῡφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή της σημασίας του β' συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος].