και -άω (AM δωροδοκῶ, -έω)δίνω δώρα σε κάποιον για να παραβεί το καθήκον του, να μεροληπτήσει προς όφελός μουαρχ.δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου.