δωροδοκώ

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και -άω (AM δωροδοκῶ, -έω)
δίνω δώρα σε κάποιον για να παραβεί το καθήκον του, να μεροληπτήσει προς όφελός μου
αρχ.
δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου.