κατάφαση
Greek Monolingual
ἡ (AM κατάφασις) καταφάσκω
η ενέργεια του καταφάσκω, επιβεβαίωση, βεβαιωτική πρόταση, αποδοχή, συγκατάθεση, συναίνεση, επιδοκιμασία
αρχ.
βεβαιωτικό μόριο.
ἡ (AM κατάφασις) καταφάσκω
η ενέργεια του καταφάσκω, επιβεβαίωση, βεβαιωτική πρόταση, αποδοχή, συγκατάθεση, συναίνεση, επιδοκιμασία
αρχ.
βεβαιωτικό μόριο.