κιττοφόρος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek Monolingual
κιττοφόρος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος.
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
κιττοφόρος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος.