τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) κεφαλήνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίοκαθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγουαρχ.κεφάλαιος.