κρημνιστός
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek (Liddell-Scott)
κρημνιστός: -ή, -όν, κρημνισθείς, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 237.
Greek Monolingual
κρημνιστός, -ή, -όν (Α) κρημνίζω
γκρεμισμένος.