Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
κρεωνομῶ, -έω (Α)κρεανομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κρεανομώ με α' συνθετικό κρεω- για το οποίο βλ. κρε(ο)-].