κρεωνομώ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

κρεωνομῶ, -έω (Α)
κρεανομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κρεανομώ με α' συνθετικό κρεω- για το οποίο βλ. κρε(ο)-].