-αία, -ο (Α διμηνιαῑος, -α, -ον)αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια»)νεοελλ.αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)αρχ.ηλικίας δύο μηνών.