καρύδωσις
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
Greek Monolingual
καρύδωσις, ή καρυδώνω
(Μ)
ο ευνουχισμός ίππου.
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
καρύδωσις, ή καρυδώνω
(Μ)
ο ευνουχισμός ίππου.