αναδρομάρης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
-άρα, και -άρισσα, -ικο
1. αυτός που τρέχει πάνω-κάτω, που διαρκώς κινείται
2. αυτός που ανατρέχει σε παλαιότερα ιστορικά αρχεία, έγγραφα κ.λπ., που ασχολείται με έρευνες και αναζητήσεις, ιστοριοδίφης, ερευνητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομή + -άρης].