λασανοφόρος

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

German (Pape)

[Seite 17] den Nachttopf tragend, Plut. reg. apophth. p. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la chaise percée.
Étymologie: λάσανον, φέρω.

Greek Monolingual

λασανοφόρος, ὁ (Α)
δούλος που φρόντιζε τα κοπροδοχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + -φόρος (< φέρω)].