λαδρέω

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

   A flow strongly, λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135.

Greek (Liddell-Scott)

λαδρέω: (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ μεγάλως ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.

Greek Monolingual

λαδρέω (Α)
ρέω σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. λαδρέω < επιτατικό μόριο λα- + ρέω].