ἀληθόμαντις

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως ὁ, ἡ,

   A prophet of truth, A.Ag.1241, Ph.2.176.

German (Pape)

[Seite 94] ἡ, Wahrheitsprophetin, Cassandra, Aesch. Ag. 1214.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθόμαντις: ὁ, ἡ, ὁ προφητεύων τὴν ἀλήθειαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1341· πρβλ. κακόμαντις.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
prophète de vérité.
Étymologie: ἀληθής, μάντις.

Spanish (DGE)

-εως

• Prosodia: [ᾰ-]
profeta verídico A.A.1241, Ph.2.176.

Greek Monolingual

ἀληθόμαντις, ο, η (Α)
ο μάντης της αλήθειας, αυτός που προφητεύει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + μάντις.