αναδιοργάνωτος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν αναδιοργανώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να αναδιοργανωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].
-η, -ο
αυτός που δεν αναδιοργανώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να αναδιοργανωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].