Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
ἀναμαρμαίρω (Α)(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + μαρμαίρω «αστράπτω»].