ανεπίστροφος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπίστροφος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν πρόκειται να επιστραφεί (για χρήματα)
μσν.
πείσμων, αμετατόπιστος
αρχ.-μσν.
εκείνος που δεν γυρίζει προς τα πίσω
αρχ.
ο αμελής, ο αδιάφορος.