ανεφοδίαστος
From LSJ
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν εφοδιάστηκε, δεν διαθέτει εφόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].