Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).